Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόρκες
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φόρμιγξ
View word page
φορητός
borne, carried

ShortDef

borne, carried

Debugging

Headword:
φορητός
Headword (normalized):
φορητός
Headword (normalized/stripped):
φορητος
IDX:
94998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94999
Key:

Data

{'content': 'borne, carried'}