Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόρκες
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμαλεία
View word page
φορητέος
bearable
ShortDef
bearable
Debugging
Headword:
φορητέος
Headword (normalized):
φορητέος
Headword (normalized/stripped):
φορητεος
IDX:
94996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94997
Key:
Data
{'content': 'bearable'}