Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόρκες
Φορκίδες
Φόρκυς
View word page
φόρησις
wearing
ShortDef
wearing
Debugging
Headword:
φόρησις
Headword (normalized):
φόρησις
Headword (normalized/stripped):
φορησις
IDX:
94995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94996
Key:
Data
{'content': 'wearing'}