Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόρκες
Φορκίδες
View word page
φόρημα
that which is carried, a load, freight
ShortDef
that which is carried, a load, freight
Debugging
Headword:
φόρημα
Headword (normalized):
φόρημα
Headword (normalized/stripped):
φορημα
IDX:
94994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94995
Key:
Data
{'content': 'that which is carried, a load, freight'}