Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόρβον
φορβόν
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
View word page
φορέω
to bear

ShortDef

to bear

Debugging

Headword:
φορέω
Headword (normalized):
φορέω
Headword (normalized/stripped):
φορεω
IDX:
94992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94993
Key:

Data

{'content': 'to bear'}