Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόρβιον
φόρβον
φορβόν
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
φορικός
φόριμος
View word page
φορεύς
a bearer, carrier

ShortDef

a bearer, carrier

Debugging

Headword:
φορεύς
Headword (normalized):
φορεύς
Headword (normalized/stripped):
φορευς
IDX:
94991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94992
Key:

Data

{'content': 'a bearer, carrier'}