Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορβειά
φορβή
φόρβιον
φόρβον
φορβόν
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
View word page
φορετρίζω
load

ShortDef

load

Debugging

Headword:
φορετρίζω
Headword (normalized):
φορετρίζω
Headword (normalized/stripped):
φορετριζω
IDX:
94989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94990
Key:

Data

{'content': 'load'}