Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φόρβας
φορβειά
φορβή
φόρβιον
φόρβον
φορβόν
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
View word page
φορέσκω
bring
ShortDef
bring
Debugging
Headword:
φορέσκω
Headword (normalized):
φορέσκω
Headword (normalized/stripped):
φορεσκω
IDX:
94988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94989
Key:
Data
{'content': 'bring'}