Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορβάς
Φόρβας
φορβειά
φορβή
φόρβιον
φόρβον
φορβόν
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
View word page
φόρεσις
wearing of apparel

ShortDef

wearing of apparel

Debugging

Headword:
φόρεσις
Headword (normalized):
φόρεσις
Headword (normalized/stripped):
φορεσις
IDX:
94987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94988
Key:

Data

{'content': 'wearing of apparel'}