Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοξός
φοξότης
φορά
φοράδην
φοράς
φορβαδικός
φορβαῖος
φορβάς
Φόρβας
φορβειά
φορβή
φόρβιον
φόρβον
φορβόν
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
View word page
φορβή
pasture, food, fodder, forage

ShortDef

pasture, food, fodder, forage

Debugging

Headword:
φορβή
Headword (normalized):
φορβή
Headword (normalized/stripped):
φορβη
IDX:
94980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94981
Key:

Data

{'content': 'pasture, food, fodder, forage'}