Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντωνυμικός
ἀντωπός
ἀντωρύομαι
ἄντωσις
ἀντωφέλεια
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἀνυγίαστος
ἀνυγιής
ἀνυγραίνω
ἀνυγρασμός
ἀνύδατος
ἀνυδρείω
ἀνυδρεύομαι
ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
ἀνύλακτος
ἄνυλος
ἀνυμέναιος
ἀνυμεναιόω
View word page
ἀνυγρασμός
moistening
ShortDef
moistening
Debugging
Headword:
ἀνυγρασμός
Headword (normalized):
ἀνυγρασμός
Headword (normalized/stripped):
ανυγρασμος
IDX:
9497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9498
Key:
Data
{'content': 'moistening'}