Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φονώδης
φοξῖνος
φοξίχειλος
φοξός
φοξότης
φορά
φοράδην
φοράς
φορβαδικός
φορβαῖος
φορβάς
Φόρβας
φορβειά
φορβή
φόρβιον
φόρβον
φορβόν
φορεαφόρος
φορειά
φορεῖον
φόρεσις
View word page
φορβάς
giving pasture
ShortDef
giving pasture
Debugging
Headword:
φορβάς
Headword (normalized):
φορβάς
Headword (normalized/stripped):
φορβας
IDX:
94977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94978
Key:
Data
{'content': 'giving pasture'}