Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόνος
φονός
φονουργός
φονόω
φονώδης
φοξῖνος
φοξίχειλος
φοξός
φοξότης
φορά
φοράδην
φοράς
φορβαδικός
φορβαῖος
φορβάς
Φόρβας
φορβειά
φορβή
φόρβιον
φόρβον
φορβόν
View word page
φοράδην
borne along, borne

ShortDef

borne along, borne

Debugging

Headword:
φοράδην
Headword (normalized):
φοράδην
Headword (normalized/stripped):
φοραδην
IDX:
94973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94974
Key:

Data

{'content': 'borne along, borne'}