Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φονόρυτος
φόνος
φονός
φονουργός
φονόω
φονώδης
φοξῖνος
φοξίχειλος
φοξός
φοξότης
φορά
φοράδην
φοράς
φορβαδικός
φορβαῖος
φορβάς
Φόρβας
φορβειά
φορβή
φόρβιον
φόρβον
View word page
φορά
a carrying

ShortDef

a carrying

Debugging

Headword:
φορά
Headword (normalized):
φορά
Headword (normalized/stripped):
φορα
IDX:
94972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94973
Key:

Data

{'content': 'a carrying'}