Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντωνυμία
ἀντωνυμικός
ἀντωπός
ἀντωρύομαι
ἄντωσις
ἀντωφέλεια
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἀνυγίαστος
ἀνυγιής
ἀνυγραίνω
ἀνυγρασμός
ἀνύδατος
ἀνυδρείω
ἀνυδρεύομαι
ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
ἀνύλακτος
ἄνυλος
ἀνυμέναιος
View word page
ἀνυγραίνω
moisten

ShortDef

moisten

Debugging

Headword:
ἀνυγραίνω
Headword (normalized):
ἀνυγραίνω
Headword (normalized/stripped):
ανυγραινω
IDX:
9496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9497
Key:

Data

{'content': 'moisten'}