Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φονός
φονουργός
φονόω
φονώδης
φοξῖνος
φοξίχειλος
φοξός
View word page
φονοκτόνος
murdering, slaughtering

ShortDef

murdering, slaughtering

Debugging

Headword:
φονοκτόνος
Headword (normalized):
φονοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
φονοκτονος
IDX:
94960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94961
Key:

Data

{'content': 'murdering, slaughtering'}