Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φονός
φονουργός
φονόω
φονώδης
View word page
φονόεις
sanguinary

ShortDef

sanguinary

Debugging

Headword:
φονόεις
Headword (normalized):
φονόεις
Headword (normalized/stripped):
φονοεις
IDX:
94957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94958
Key:

Data

{'content': 'sanguinary'}