Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φονός
φονουργός
φονόω
View word page
φονοειδής
blood-coloured

ShortDef

blood-coloured

Debugging

Headword:
φονοειδής
Headword (normalized):
φονοειδής
Headword (normalized/stripped):
φονοειδης
IDX:
94956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94957
Key:

Data

{'content': 'blood-coloured'}