Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φονός
View word page
φονικός
inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary
ShortDef
inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary
Debugging
Headword:
φονικός
Headword (normalized):
φονικός
Headword (normalized/stripped):
φονικος
IDX:
94954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94955
Key:
Data
{'content': 'inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary'}