Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
φονολιβής
φονόρυτος
View word page
φονεύω
to murder, kill, slay

ShortDef

to murder, kill, slay

Debugging

Headword:
φονεύω
Headword (normalized):
φονεύω
Headword (normalized/stripped):
φονευω
IDX:
94952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94953
Key:

Data

{'content': 'to murder, kill, slay'}