Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
View word page
φονευτικός
murderous, deadly

ShortDef

murderous, deadly

Debugging

Headword:
φονευτικός
Headword (normalized):
φονευτικός
Headword (normalized/stripped):
φονευτικος
IDX:
94950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94951
Key:

Data

{'content': 'murderous, deadly'}