Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
View word page
φονεύς
a murderer, slayer, homicide

ShortDef

a murderer, slayer, homicide

Debugging

Headword:
φονεύς
Headword (normalized):
φονεύς
Headword (normalized/stripped):
φονευς
IDX:
94947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94948
Key:

Data

{'content': 'a murderer, slayer, homicide'}