Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονοειδής
View word page
φόνευμα
that which is destined for slaughter

ShortDef

that which is destined for slaughter

Debugging

Headword:
φόνευμα
Headword (normalized):
φόνευμα
Headword (normalized/stripped):
φονευμα
IDX:
94946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94947
Key:

Data

{'content': 'that which is destined for slaughter'}