Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
View word page
φονάω
to be athirst for blood, to be murderous
ShortDef
to be athirst for blood, to be murderous
Debugging
Headword:
φονάω
Headword (normalized):
φονάω
Headword (normalized/stripped):
φοναω
IDX:
94945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94946
Key:
Data
{'content': 'to be athirst for blood, to be murderous'}