Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
φονή
View word page
φονά
bloodshed

ShortDef

bloodshed

Debugging

Headword:
φονά
Headword (normalized):
φονά
Headword (normalized/stripped):
φονα
IDX:
94943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94944
Key:

Data

{'content': 'bloodshed'}