Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
φονεύω
View word page
Φολόη
Pholoe

ShortDef

Pholoe

Debugging

Headword:
Φολόη
Headword (normalized):
φολόη
Headword (normalized/stripped):
φολοη
IDX:
94942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94943
Key:

Data

{'content': 'Pholoe'}