Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιτητός
φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτικός
φονεύτρια
View word page
φολλικώδης
full of cavities, spongy

ShortDef

full of cavities, spongy

Debugging

Headword:
φολλικώδης
Headword (normalized):
φολλικώδης
Headword (normalized/stripped):
φολλικωδης
IDX:
94941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94942
Key:

Data

{'content': 'full of cavities, spongy'}