Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοιτητήρ
φοιτητής
φοιτητός
φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
View word page
φολίς
horny scale
ShortDef
horny scale
Debugging
Headword:
φολίς
Headword (normalized):
φολίς
Headword (normalized/stripped):
φολις
IDX:
94939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94940
Key:
Data
{'content': 'horny scale'}