Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντωνέομαι
Ἀντώνιος
ἀντωνυμέω
ἀντωνυμία
ἀντωνυμικός
ἀντωπός
ἀντωρύομαι
ἄντωσις
ἀντωφέλεια
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἀνυγίαστος
ἀνυγιής
ἀνυγραίνω
ἀνυγρασμός
ἀνύδατος
ἀνυδρείω
ἀνυδρεύομαι
ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
View word page
ἀνύβριστος
not insulted
ShortDef
not insulted
Debugging
Headword:
ἀνύβριστος
Headword (normalized):
ἀνύβριστος
Headword (normalized/stripped):
ανυβριστος
IDX:
9493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9494
Key:
Data
{'content': 'not insulted'}