Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητέον
φοιτητήρ
φοιτητής
φοιτητός
φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
φονάω
φόνευμα
View word page
φολιδοειδής
scaly
ShortDef
scaly
Debugging
Headword:
φολιδοειδής
Headword (normalized):
φολιδοειδής
Headword (normalized/stripped):
φολιδοειδης
IDX:
94936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94937
Key:
Data
{'content': 'scaly'}