Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητέον
φοιτητήρ
φοιτητής
φοιτητός
φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
φόναξ
View word page
φοῖτος
a constant going

ShortDef

a constant going

Debugging

Headword:
φοῖτος
Headword (normalized):
φοῖτος
Headword (normalized/stripped):
φοιτος
IDX:
94934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94935
Key:

Data

{'content': 'a constant going'}