Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητέον
φοιτητήρ
φοιτητής
φοιτητός
φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
Φολόη
φονά
View word page
φοιτός
[> φυτός]

ShortDef

[> φυτός]

Debugging

Headword:
φοιτός
Headword (normalized):
φοιτός
Headword (normalized/stripped):
φοιτος
IDX:
94933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94934
Key:

Data

{'content': '[> φυτός]'}