Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητέον
φοιτητήρ
φοιτητής
φοιτητός
φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
View word page
φοιτητός
frequenting
ShortDef
frequenting
Debugging
Headword:
φοιτητός
Headword (normalized):
φοιτητός
Headword (normalized/stripped):
φοιτητος
IDX:
94931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94932
Key:
Data
{'content': 'frequenting'}