Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητέον
φοιτητήρ
φοιτητής
φοιτητός
φοιτίζω
φοιτός
φοῖτος
Φολέγανδρος
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδωτός
φολίς
φολκός
View word page
φοιτητής
a scholar, pupil

ShortDef

a scholar, pupil

Debugging

Headword:
φοιτητής
Headword (normalized):
φοιτητής
Headword (normalized/stripped):
φοιτητης
IDX:
94930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94931
Key:

Data

{'content': 'a scholar, pupil'}