Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητέον
φοιτητήρ
φοιτητής
View word page
φοινίσσω
to redden, make red

ShortDef

to redden, make red

Debugging

Headword:
φοινίσσω
Headword (normalized):
φοινίσσω
Headword (normalized/stripped):
φοινισσω
IDX:
94920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94921
Key:

Data

{'content': 'to redden, make red'}