Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητέον
View word page
φοινίσκη
small palm
ShortDef
small palm
Debugging
Headword:
φοινίσκη
Headword (normalized):
φοινίσκη
Headword (normalized/stripped):
φοινισκη
IDX:
94918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94919
Key:
Data
{'content': 'small palm'}