Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
View word page
φοῖνιξ
a purple-red, purple; date palm
ShortDef
a Phoenician
a purple-red, purple; date palm
Debugging
Headword:
φοῖνιξ
Headword (normalized):
φοῖνιξ
Headword (normalized/stripped):
φοινιξ
IDX:
94916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94917
Key:
Data
{'content': 'a purple-red, purple; date palm'}