Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
View word page
Φοῖνιξ
a Phoenician

ShortDef

a Phoenician
a purple-red, purple; date palm

Debugging

Headword:
Φοῖνιξ
Headword (normalized):
φοῖνιξ
Headword (normalized/stripped):
φοινιξ
IDX:
94915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94916
Key:

Data

{'content': 'a Phoenician'}