Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
φοιταλιώτης
View word page
φοινικών
palm-grove
ShortDef
palm-grove
Debugging
Headword:
φοινικών
Headword (normalized):
φοινικών
Headword (normalized/stripped):
φοινικων
IDX:
94914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94915
Key:
Data
{'content': 'palm-grove'}