Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοιταλέος
View word page
φοινικτός
dyed purple

ShortDef

dyed purple

Debugging

Headword:
φοινικτός
Headword (normalized):
φοινικτός
Headword (normalized/stripped):
φοινικτος
IDX:
94913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94914
Key:

Data

{'content': 'dyed purple'}