Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
View word page
φοινικτέον
one must redden

ShortDef

one must redden

Debugging

Headword:
φοινικτέον
Headword (normalized):
φοινικτέον
Headword (normalized/stripped):
φοινικτεον
IDX:
94911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94912
Key:

Data

{'content': 'one must redden'}