Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσκη
Φοίνισσα
φοινίσσω
View word page
φοινικόφυτος
grown with palms

ShortDef

grown with palms

Debugging

Headword:
φοινικόφυτος
Headword (normalized):
φοινικόφυτος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοφυτος
IDX:
94910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94911
Key:

Data

{'content': 'grown with palms'}