Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
View word page
φοινικοπάρηος
red-cheeked

ShortDef

red-cheeked

Debugging

Headword:
φοινικοπάρηος
Headword (normalized):
φοινικοπάρηος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπαρηος
IDX:
94894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94895
Key:

Data

{'content': 'red-cheeked'}