Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
View word page
φοινικοπαράδεισος
palm-grove

ShortDef

palm-grove

Debugging

Headword:
φοινικοπαράδεισος
Headword (normalized):
φοινικοπαράδεισος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπαραδεισος
IDX:
94893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94894
Key:

Data

{'content': 'palm-grove'}