Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
View word page
φοινικόλοφος
purple
ShortDef
purple
Debugging
Headword:
φοινικόλοφος
Headword (normalized):
φοινικόλοφος
Headword (normalized/stripped):
φοινικολοφος
IDX:
94891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94892
Key:
Data
{'content': 'purple'}