Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
View word page
φοινικόλεγνος
red-streaked
ShortDef
red-streaked
Debugging
Headword:
φοινικόλεγνος
Headword (normalized):
φοινικόλεγνος
Headword (normalized/stripped):
φοινικολεγνος
IDX:
94890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94891
Key:
Data
{'content': 'red-streaked'}