Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
View word page
φοινικοκρήδεμνος
with purple kerchief

ShortDef

with purple kerchief

Debugging

Headword:
φοινικοκρήδεμνος
Headword (normalized):
φοινικοκρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοκρηδεμνος
IDX:
94888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94889
Key:

Data

{'content': 'with purple kerchief'}