Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινίκινος
φοινίκιον
φοινίκιος
φοινικιοῦς
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
View word page
φοινικοβατέω
to climb palms

ShortDef

to climb palms

Debugging

Headword:
φοινικοβατέω
Headword (normalized):
φοινικοβατέω
Headword (normalized/stripped):
φοινικοβατεω
IDX:
94883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94884
Key:

Data

{'content': 'to climb palms'}