Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
φοινίκιος
φοινικιοῦς
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
View word page
φοινικόβαπτος
purple-dyed
ShortDef
purple-dyed
Debugging
Headword:
φοινικόβαπτος
Headword (normalized):
φοινικόβαπτος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοβαπτος
IDX:
94882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94883
Key:
Data
{'content': 'purple-dyed'}