Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοινικίζω
Φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
φοινίκιος
φοινικιοῦς
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
View word page
φοινικοβάλανος
palm-nut
ShortDef
palm-nut
Debugging
Headword:
φοινικοβάλανος
Headword (normalized):
φοινικοβάλανος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοβαλανος
IDX:
94881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94882
Key:
Data
{'content': 'palm-nut'}